- παρέαση
- η [παρεώ]ναυτ.το καλουμάρισμα2. μτφ. παραμέληση, αμέλεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έα — (I) ἔα (Α) επιφώνημα εκπλήξεως ή δυσαρέσκειας («ἔα, τίς οὗτος;», Ευρ.). (II) (προστ. τού αρχ. ρ. ἐάω) πρόσταγμα για ν αφήσουν οι ναύτες ελεύθερα τα ιστία στον άνεμο ή τα κουπιά στους σκαλμούς («ἔα ἡρέμα» αμόλα αγάλια [για τη βαθμιαία παρέαση]) … Dictionary of Greek